επαναληπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναληπτικός η επαναληπτική το επαναληπτικό
      γενική του επαναληπτικού της επαναληπτικής του επαναληπτικού
    αιτιατική τον επαναληπτικό την επαναληπτική το επαναληπτικό
     κλητική επαναληπτικέ επαναληπτική επαναληπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναληπτικοί οι επαναληπτικές τα επαναληπτικά
      γενική των επαναληπτικών των επαναληπτικών των επαναληπτικών
    αιτιατική τους επαναληπτικούς τις επαναληπτικές τα επαναληπτικά
     κλητική επαναληπτικοί επαναληπτικές επαναληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επαναληπτικός < (επαναλαμβάνω, επανάληψη) επαναληπ- + -τικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pa.na.li.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επαναληπτικός

Επίθετο

επαναληπτικός

  1. που επαναλαμβάνει κάτι
    επαναληπτικό όπλο
  2. που επαναλαμβάνεται
    επαναληπτικός αγώνας
  3. (γραμματική, για αντωνυμία) που χρησιμοποιείται αντί για ουσιαστικό, που έχει αναφερθεί προηγουμένως
    επαναληπτική αντωνυμία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.