επαναληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επαναληπτικός | η | επαναληπτική | το | επαναληπτικό |
| γενική | του | επαναληπτικού | της | επαναληπτικής | του | επαναληπτικού |
| αιτιατική | τον | επαναληπτικό | την | επαναληπτική | το | επαναληπτικό |
| κλητική | επαναληπτικέ | επαναληπτική | επαναληπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επαναληπτικοί | οι | επαναληπτικές | τα | επαναληπτικά |
| γενική | των | επαναληπτικών | των | επαναληπτικών | των | επαναληπτικών |
| αιτιατική | τους | επαναληπτικούς | τις | επαναληπτικές | τα | επαναληπτικά |
| κλητική | επαναληπτικοί | επαναληπτικές | επαναληπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επαναληπτικός < (επαναλαμβάνω, επανάληψη) επαναληπ- + -τικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pa.na.li.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐λη‐πτι‐κός
Επίθετο
επαναληπτικός
- που επαναλαμβάνει κάτι
- επαναληπτικό όπλο
- που επαναλαμβάνεται
- επαναληπτικός αγώνας
- (γραμματική, για αντωνυμία) που χρησιμοποιείται αντί για ουσιαστικό, που έχει αναφερθεί προηγουμένως
- επαναληπτική αντωνυμία
Συγγενικά
- επαναληπτικά
- επαναληπτικώς
- → και δείτε τις λέξεις επαναλαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επαναληπτικός
Αναφορές
- επαναληπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.