γιατί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γιατί < (κληρονομημένο) καθαρεύουσα διατί < αρχαία ελληνική διὰ τί < διὰ + τί

Μόριο

γιατί

  • ερωτηματικό μόριο που αναφέρεται στο λόγο, την αιτία ή τον σκοπό μιας πράξης
    Γιατί δεν πήγες στη δουλειά σήμερα;
     συνώνυμα: πώς και

Σύνδεσμος

γιατί

  • αιτιολογικός σύνδεσμος που αναφέρεται στο λόγο την αιτία ή το σκοπό μιας πράξης
    Δεν πήγα, γιατί είμαι άρρωστος.
     συνώνυμα: διότι, επειδή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.