brûlot
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- brûlot < brûler
Προφορά
- ΔΦΑ : /bʁy.lo/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| brûlot | brûlots |
brûlot (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) το μπουρλότο, πυρπολικό πλοίο
- (μεταφορικά) λίβελος που επιτίθεται σε κάποιον ή κάτι
- (κατ’ επέκταση) ρακί ή ρούμι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική για να δώσει γεύση σε μια ομελέτα, μια σαλάτα από πορτοκάλια, κλπ.
- - Un brûlot mon gendre, ça chauffe la tripe et ça nettoie la tête; y a rien de meilleur pour le corps. (Guy de Maupassant, Toine , in: Les Contes normands )
- είδος εντόμου που προκαλεί φαγούρα το φθινόπωρο
- (μαγειρική) (παρωχημένο) κομμάτι με πάρα πολύ αλάτι ή πιπέρι
- (τεχνολογία) εργαλείο για τη στίλβωση των καθρεφτών
- (παρωχημένο) φλογερός, διαχυτικός άντρας
- ≈ συνώνυμα: ardent, entreprenant, boutefeu
- (στην αρχαιότητα) η βαλλίστρα
- ≈ συνώνυμα: balliste
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.