brûlot

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

brûlot < brûler

Προφορά

ΔΦΑ : /bʁy.lo/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
brûlot brûlots

brûlot (fr) αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) το μπουρλότο, πυρπολικό πλοίο
  2. (μεταφορικά) λίβελος που επιτίθεται σε κάποιον ή κάτι
  3. (κατ’ επέκταση) ρακί ή ρούμι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική για να δώσει γεύση σε μια ομελέτα, μια σαλάτα από πορτοκάλια, κλπ.
    • - Un brûlot mon gendre, ça chauffe la tripe et ça nettoie la tête; y a rien de meilleur pour le corps. (Guy de Maupassant, Toine , in: Les Contes normands )
  4. είδος εντόμου που προκαλεί φαγούρα το φθινόπωρο
  5. (μαγειρική) (παρωχημένο) κομμάτι με πάρα πολύ αλάτι ή πιπέρι
  6. (τεχνολογία) εργαλείο για τη στίλβωση των καθρεφτών
  7. (παρωχημένο) φλογερός, διαχυτικός άντρας
     συνώνυμα: ardent, entreprenant, boutefeu
  8. (στην αρχαιότητα) η βαλλίστρα
     συνώνυμα: balliste
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.