λίβελος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λίβελος οι λίβελοι
      γενική του λίβελου
& λιβέλου
των λίβελων
& λιβέλων
    αιτιατική τον λίβελο τους λίβελους
& λιβέλους
     κλητική λίβελε λίβελοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λίβελος < ελληνιστική κοινή λίβελλος < λατινική libellus, υποκοριστικό του liber < παλαιά λατινικά loeber < πρωτοϊταλική *louðEros’’ < *h₁léwdʰeros < *h₁lewdʰ- (άνθρωποι)

Ουσιαστικό

λίβελος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.