ρούμι
Νέα ελληνικά (el)

ένα ποτήρι με ρούμι
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρούμι | τα | ρούμια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ρούμι | τα | ρούμια |
| κλητική | ρούμι | ρούμια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρούμι < (άμεσο δάνειο) ιταλική rum < αγγλική rum < rumbullion
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾu.mi/
-
ρούμι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.