ομελέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομελέτα οι ομελέτες
      γενική της ομελέτας
    αιτιατική την ομελέτα τις ομελέτες
     κλητική ομελέτα ομελέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια ομελέτα

Ετυμολογία

ομελέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική omelette < λατινική lamella, υποκοριστικό του lamina (λεπτό πιάτο)

Προφορά

ΔΦΑ : /o.meˈle.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομελέτα

Ουσιαστικό

ομελέτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.