bond
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| bond | bonds |
bond (en)
- (μετρήσιμο) ο δεσμός, τα δεσμά, που συνδέει μεταξύ τους δύο άτομα ή σύνολα από συναισθηματική, κοινωνική, οικονομική κ.α. άποψη
- (επίσημο, μόνο στον πληθυντικό) τα δεσμά, οτιδήποτε με εμποδίζει να είμαι ελεύθερος να κάνω αυτό που θέλω
- (χημεία) ο χημικός δεσμός
- ↪ covalent bond - ομοιοπολικός δεσμός
- (οικονομία) η ομολογία, το ομόλογο, ομολογιακό δάνειο
- χρήματα που καταβάλλονται ως μέρος της εγγύησης (bail) προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος ένας κρατούμενος και κατόπιν δεν επιστρέφονται
Ρήμα
| ενεστώτας | bond |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | bonds |
| αόριστος | bonded |
| παθητική μετοχή | bonded |
| ενεργητική μετοχή | bonding |
bond (en)
Πηγές
- bond (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- bond (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 212, 460. ISBN 9780194325684., λήμμα: δεσμά, δεσμός, κολλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.