ρεκλάμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρεκλάμα | οι | ρεκλάμες |
| γενική | της | ρεκλάμας | των | (ρεκλαμών) |
| αιτιατική | τη | ρεκλάμα | τις | ρεκλάμες |
| κλητική | ρεκλάμα | ρεκλάμες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾeˈkla.ma/
Ουσιαστικό
ρεκλάμα θηλυκό
- η διαφήμιση
- (συνεκδοχικά) η διαφημιστική επιγραφή ή αφίσα
- ※ Φωτεινή η ταμπέλα με τα πελώρια γράμματα. Φωτεινές οι ρεκλάμες που αναβοσβήνανε στις δυο γωνιές του μαγαζιού. (Τάκης Αδάμος Καφεζυθεστιατόριον «Η Μεγάλη Ελλάς» [διήγημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.