krach
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- krach < γερμανική Κrach (τρίξιμο, τριγμός)
Ουσιαστικό
krach (fr) αρσενικό
- απότομη πτώση των μετοχών ενός χρηματιστηρίου
- πτώση αεροπλάνου
- βούλιαγμα επιχείρησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.