bombarda

Γαλλικά (fr)

Ρηματικός τύπος

bombarda (fr)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία 1

bombarda < (άμεσο δάνειο) γαλλική bombarde[1][2] < μέση γαλλική < μεσαιωνική ή υστερολατινική bombarda (κανόνι), θηλυκό του bombardus < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

bombarda (it) θηλυκό

  • η μπομπάρδα
    1. (ιστορία, οπλισμός) στη σημασία «κανόνι»
    2. (ναυτικός όρος) στη σημασία «είδος ιστιοφόρου»
    3. (μουσικό όργανο) στη σημασία «μεσαιωνικό πνευστό όργανο» ή «βαλβίδα εκκλησιαστικου οργάνου»

Παράγωγα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη bomba

Ετυμολογία 2

bombarda: ρηματικός τύπος

Ρηματικός τύπος

bombarda (it)

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του bombardare
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του bombardare

Αναφορές

  1. bombarda - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
  2. bombarde - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

bombarda < θηλυκό του bombardus < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος

Ουσιαστικό

bombarda (la) θηλυκό (μεσαιωνικά λατινικά) (υστερολατινικά)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική bombarda bombardae
γενική bombardae bombardārum
δοτική bombardae bombardīs
αιτιατική bombardam bombardās
κλητική bombarda bombardae
αφαιρετική bombardā bombardīs
(α' κλίση)

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις bombardus και bombus

Απόγονοι

bombarda (υστερολατινικά)

μέση γαλλική: bombarde
γαλλικά: bombarde
ιταλικά: bombarda
μεσαιωνικά ελληνικά: μπομπάρδα
νέα ελληνικά: μπομπάρδα

 και δείτε  bombarda#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές



Ισπανικά (es)

Ετυμολογία

bombarda < lombarda με ανομοίωση [l] < [b] κατά το bomba. Διαφορετικό το lombarda[1] ως θηλυκό του lombardo (Λομβαρδός).
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: λομπάρδα

Ουσιαστικό

bombarda (la) θηλυκό

  • η λομπάρδα  δείτε τη λέξη μπομπάρδα
    1. (ιστορία, οπλισμός) στη σημασία «κανόνι»
    2. (ναυτικός όρος) στη σημασία «είδος ιστιοφόρου»
    3. (μουσικό όργανο) στη σημασία «μεσαιωνικό πνευστό όργανο» ή «βαλβίδα εκκλησιαστικου οργάνου»

Αναφορές

  1. lombarda - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.