λομπάρδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λομπάρδα | οι | λομπάρδες |
| γενική | της | λομπάρδας | — | |
| αιτιατική | τη | λομπάρδα | τις | λομπάρδες |
| κλητική | λομπάρδα | λομπάρδες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λομπάρδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λομπάρδα < ισπανική lombarda[1] στη σημασία bombarda κατά το bomba. Διαφορετική η σημασία του: Λομβαρδή, ως θηλυκού του lobmardo (Λομβαρδός).
Προφορά
- ΔΦΑ : /lomˈbaɾ.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐μπάρ‐δα
Ουσιαστικό
λομπάρδα θηλυκό
Μεταφράσεις
σημασία κανόνι
|
→ δείτε τη λέξη μπομπάρδα στη σημασία: μεσαιωνικό κανόνι |
Αναφορές
- lombarda, lombardo - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014
Πηγές
- λομπάρδα (λουμπάρδα, λομβάρδα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)</ref> παρωχημένο ή μεσαιωνικό: βομβάρδα
- λουμπάρδα (ή λομβάρδα ή βομβάρδα) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Αναφορές
- lombarda, lombardo - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014
Πηγές
- λομπάρδα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.