λομπάρδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λομπάρδα οι λομπάρδες
      γενική της λομπάρδας
    αιτιατική τη λομπάρδα τις λομπάρδες
     κλητική λομπάρδα λομπάρδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λομπάρδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λομπάρδα < ισπανική lombarda[1] στη σημασία bombarda κατά το bomba. Διαφορετική η σημασία του: Λομβαρδή, ως θηλυκού του lobmardo (Λομβαρδός).

Προφορά

ΔΦΑ : /lomˈbaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λομπάρδα

Ουσιαστικό

λομπάρδα θηλυκό

Συγγενικά

  • λομπαρδιάρης / λουμπαρδιάρης
  •  και δείτε τις λέξεις μπόμπα και βόμβα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. lombarda, lombardo - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λομπάρδα < (άμεσο δάνειο) ισπανική lombarda [1] στη σημασία bombarda κατά το bomba. Διαφορετική η σημασία του: Λομβαρδή, ως θηλυκού του lobmardo (Λομβαρδός).

Ουσιαστικό

λομπάρδα θηλυκό

Συγγενικά

Αναφορές

  1. lombarda, lombardo - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.