ρακέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρακέτα οι ρακέτες
      γενική της ρακέτας των ρακετών
    αιτιατική τη ρακέτα τις ρακέτες
     κλητική ρακέτα ρακέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ρακέτα του σκουός
ρακέτα του τένις
ρακέτα του πινγκ πονγκ

Ετυμολογία

ρακέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική racchetta

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾaˈce.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρακέτα
παρώνυμο: ρουκέτα

Ουσιαστικό

ρακέτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.