κρίκετ
Νέα ελληνικά (el)

στιγμιότυπο από αγώνα κρίκετ
Ετυμολογία
- κρίκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική cricket
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.ket/
Ουσιαστικό
κρίκετ ουδέτερο άκλιτο
-
κρίκετ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.