μπέιζμπολ

Νέα ελληνικά (el)

ο διαιτητής (με τα μαύρα) και ο παίχτης (με τα άσπρα) περιμένουν τη ρίψη της μπάλας

Ετυμολογία

μπέιζμπολ < αγγλική baseball

Ουσιαστικό

μπέιζμπολ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) άθλημα αμερικάνικης προέλευσης που παίζεται σε γήπεδο με δύο ομάδες από εννέα παίκτες· ο παίκτης της ομάδας που κάνει επίθεση επιχειρεί να χτυπήσει με ρόπαλο την μπάλα αρκετά δυνατά ώστε να τρέξει στην πρώτη «βάση» (άλλο σημείο του γηπέδου), διαδοχικά και στις δύο άλλες βάσεις και στο αρχικό του σημείο, κι έτσι να σκοράρει

 συνώνυμα:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.