actus

Λατινικά (la)

Μετοχή

actus, -a, -um

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική actus acta actum actī actae acta
γενική actī actae actī actōrum actārum actōrum
δοτική actō actae actō actīs actīs actīs
αιτιατική actum actam actum actōs actās acta
κλητική acte acta actum actī actae acta
αφαιρετική actō actā actō actīs actīs actīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Ουσιαστικό

actus αρσενικό

  1. κίνηση
  2. ορμή
  3. φορά
  4. πράξη, δράση
  5. υποκριτική, ηθοποιία
  6. (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) μέρος (θεατρικού) έργου

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική actus actūs
γενική actūs actuum
δοτική actuī actibus
αιτιατική actum actūs
κλητική actus actūs
αφαιρετική actū actibus
(δ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.