ηθοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηθοποιία οι ηθοποιίες
      γενική της ηθοποιίας
    αιτιατική την ηθοποιία τις ηθοποιίες
     κλητική ηθοποιία ηθοποιίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηθοποιία < ελληνιστική κοινή ἠθοποιία < αρχαία ελληνική ἠθοποιός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.θo.pi.ˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηθοποιία

Ουσιαστικό

ηθοποιία θηλυκό

  1. το επάγγελμα του ηθοποιού
  2. ο τρόπος με τον οποίο παίζει ένας ηθοποιός το ρόλο του

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.