υποκριτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκριτική οι υποκριτικές
      γενική της υποκριτικής των υποκριτικών
    αιτιατική την υποκριτική τις υποκριτικές
     κλητική υποκριτική υποκριτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποκριτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου υποκριτικός < αρχαία ελληνική ὑποκριτικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.kɾi.tiˈci/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

υποκριτική θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υποκριτική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.