εκκλησιαστικά λατινικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκκλησιαστικά λατινικά <  δείτε τις λέξεις εκκλησιαστικός και λατινικά

Πολυλεκτικός όρος

εκκλησιαστικά λατινικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) η εκκλησιαστική γλώσσα της Καθολικής Εκκλησίας
     δείτε  Κατηγορία:Εκκλησιαστικά λατινικά


λατινική γλώσσα - lingua latina
75 πκε75 πκε 200 κε3ος 6ος/7ος αιώνας5ος/6ος 14ος/15ος αιώνας14ος/15ος 16ος αιώνας16ος αιώνας  1900  
  παλαιά λατινικά   λατινικά
(κλασικά λατινικά)
υστερολατινικά μεσαιωνικά λατινικά αναγεννησιακά λατινικά νεολατινικά σύγχρονα λατινικά
& δημώδη λατινικά, εκκλησιαστικά λατινικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.