-πλοΐα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -πλοΐα | οι | -πλοΐες |
| γενική | της | -πλοΐας | των | -πλοϊών |
| αιτιατική | τη(ν) | -πλοΐα | τις | -πλοΐες |
| κλητική | -πλοΐα | -πλοΐες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -πλοΐα < ελληνιστική κοινή -πλοΐα[1] < αρχαία ελληνική -πλόος < πλέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ploˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πλο‐ΐ‐α
Επίθημα
-πλοΐα θηλυκό
Μεταφράσεις
-πλοΐα
|
|
Αναφορές
- -πλοΐα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -πλοΐα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.