κωλυσιπλοΐα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κωλυσιπλοΐα | οι | κωλυσιπλοΐες |
| γενική | της | κωλυσιπλοΐας | των | κωλυσιπλοϊών |
| αιτιατική | την | κωλυσιπλοΐα | τις | κωλυσιπλοΐες |
| κλητική | κωλυσιπλοΐα | κωλυσιπλοΐες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κωλυσιπλοΐα < αρχαία ελληνική κώλυσις + -πλοΐα
Μεταφράσεις
κωλυσιπλοΐα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.