ποντοπλοΐα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποντοπλοΐα | οι | ποντοπλοΐες |
| γενική | της | ποντοπλοΐας | των | ποντοπλοϊών |
| αιτιατική | την | ποντοπλοΐα | τις | ποντοπλοΐες |
| κλητική | ποντοπλοΐα | ποντοπλοΐες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποντοπλοΐα < μεσαιωνική ελληνική ποντοπλόος[1] + -ία < αρχαία ελληνική πόντος + πλέω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ποντοπλοΐα
|
|
- ποντοπλόος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.