-καρδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -καρδος | η | -καρδη | το | -καρδο |
| γενική | του | -καρδου | της | -καρδης | του | -καρδου |
| αιτιατική | τον | -καρδο | τη(ν) | -καρδη | το | -καρδο |
| κλητική | -καρδε | -καρδη | -καρδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -καρδοι | οι | -καρδες | τα | -καρδα |
| γενική | των | -καρδων | των | -καρδων | των | -καρδων |
| αιτιατική | τους | -καρδους | τις | -καρδες | τα | -καρδα |
| κλητική | -καρδοι | -καρδες | -καρδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -καρ‐δος
Επίθημα
-καρδος, -η, -ο
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -καρδος στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε --καρδος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Πηγές
- -καρδος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -καρδος < καρδ(ιά) + -ος ή (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -κάρδ(ιος) + -ος
Επίθημα
-καρδος
- δεύτερο συνθετικό όπως -καρδος
- κακόκαρδος, ὀλιγόκαρδος
- βαρύκαρδος < (ελληνιστική κοινή) βαρυκάρδιος
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -καρδος στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.