πικρόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πικρόκαρδος | η | πικρόκαρδη | το | πικρόκαρδο |
| γενική | του | πικρόκαρδου | της | πικρόκαρδης | του | πικρόκαρδου |
| αιτιατική | τον | πικρόκαρδο | την | πικρόκαρδη | το | πικρόκαρδο |
| κλητική | πικρόκαρδε | πικρόκαρδη | πικρόκαρδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πικρόκαρδοι | οι | πικρόκαρδες | τα | πικρόκαρδα |
| γενική | των | πικρόκαρδων | των | πικρόκαρδων | των | πικρόκαρδων |
| αιτιατική | τους | πικρόκαρδους | τις | πικρόκαρδες | τα | πικρόκαρδα |
| κλητική | πικρόκαρδοι | πικρόκαρδες | πικρόκαρδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πικρόκαρδος < πικρό- + -καρδος
Επίθετο
πικρόκαρδος
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) που έχει κακή, πικρή διάθεση, που η καρδιά του είναι γεμάτη πικρία, που τον έχουν πικροδαρδίσει
- ※ Λείπει απ' τον πόλεμο κι' ο γιος τής χρυσομάλλως Θέτης
και τον πικρόκαδρο θυμό χροταίνει σ' τα καράβια}}- ⌘Όμηρος, Ιλιάδα. Μετάφραση: Αλέξανδρος Πάλλης, Τόμος Α-Ζ, έκδ.1892
- ≈ συνώνυμα: μοχθηρός, πικρόθυμος, φθονερός
- ※ Λείπει απ' τον πόλεμο κι' ο γιος τής χρυσομάλλως Θέτης
Συγγενικά
- πικροκαρδίζω
- → δείτε τις λέξεις πικρός και καρδιά
Μεταφράσεις
πικρόκαρδος
|
→ δείτε τη λέξη μοχθηρός |
Πηγές
- πικρόκαρδος σελ.5815 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.