-θήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -θήρας οι -θήρες
      γενική του -θήρα των -θηρών
& -θήρων*
    αιτιατική τον -θήρα τους -θήρες
     κλητική -θήρα -θήρες
* Και -θήρων όπως στην κλίση του ελληνιστικού -θηρος (π.χ. λεξίθηρος).
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -θήρας οι -θήρες
      γενική του/της -θήρα των -θηρών
& -θήρων*
    αιτιατική τον/τη(ν) -θήρα τους/τις -θήρες
     κλητική -θήρα -θήρες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
* Και -θήρων όπως στην κλίση του ελληνιστικού -θηρος (π.χ. λεξίθηρος).
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-θήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -θήρας (επίσης, μορφές -θήρ, -θηρος, κυρίως ελληνιστικές) < θηρέω (κυνηγάω)

Επίθημα

-θήρας αρσενικό ή και θηλυκό

Συγγενικά

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -θήρας στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -θήρᾱς οἱ -θῆραι
      γενική τοῦ -θήρου τῶν -θηρῶν
      δοτική τῷ -θήρ τοῖς -θήραις
    αιτιατική τὸν -θήρᾱν τοὺς -θήρᾱς
     κλητική ! -θήρ -θῆραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -θήρ
γεν-δοτ τοῖν  -θήραιν
Μορφή κλίσης: πρωτόκλιτο. Δείτε και τις ελληνιστικές κλίσεις
με κατάληξη -θήρ (τριτόκλιτο), ή -θηρος (δευτερόκλιτο).
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'λογοθήρας' όπως «λογοθήρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-θήρας < θηρ(έω) (κυνηγάω) + -ας

Επίθημα

-θήρας, γενική -ου αρσενικό

σπάνιες:

  • -θήρ (όπως λεξιθήρ)
  • -θηρος (όπως λεξίθηρος)

Συγγενικά

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -θήρας στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -θήρας @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.