λογοθήρας

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λογοθήρᾱς οἱ λογοθῆραι
      γενική τοῦ λογοθήρου τῶν λογοθηρῶν
      δοτική τῷ λογοθήρ τοῖς λογοθήραις
    αιτιατική τὸν λογοθήρᾱν τοὺς λογοθήρᾱς
     κλητική ! λογοθήρ λογοθῆραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογοθήρ
γεν-δοτ τοῖν  λογοθήραιν
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'λογοθήρας' όπως «λογοθήρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογοθήρας < (λόγος) λογο- + -θήρας (θηράω)

Ουσιαστικό

λογοθήρας αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.