-θηρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -θηρία οι -θηρίες
      γενική της -θηρίας των -θηριών
    αιτιατική τη(ν) -θηρία τις -θηρίες
     κλητική -θηρία -θηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-θηρία < αρχαία ελληνική -θηρία

Επίθημα

-θηρία

  1. παραγωγικό επίθημα που δηλώνει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.