λαθροθήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαθροθήρας οι λαθροθήρες
      γενική του λαθροθήρα των λαθροθήρων
    αιτιατική τον λαθροθήρα τους λαθροθήρες
     κλητική λαθροθήρα λαθροθήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαθροθήρας < λαθρο- + -θήρας

Ουσιαστικό

λαθροθήρας αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.