-ετηρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ετηρίδα οι -ετηρίδες
      γενική της -ετηρίδας των -ετηρίδων
    αιτιατική τη(ν) -ετηρίδα τις -ετηρίδες
     κλητική -ετηρίδα -ετηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ετηρίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ετηρίς από την αιτιατική σε -ίδα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.tiˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τηρίδα

Επίθημα

-ετηρίδα θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη έτος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.