-ετία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ετία οι -ετίες
      γενική της -ετίας των -ετιών
    αιτιατική τη(ν) -ετία τις -ετίες
     κλητική -ετία -ετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ετία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ετία < -έτ(ης) + -ία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τία

Επίθημα

-ετία θηλυκό

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ετία στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ετία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.