τεσσαρακονταετηρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεσσαρακονταετηρίδα οι τεσσαρακονταετηρίδες
      γενική της τεσσαρακονταετηρίδας των τεσσαρακονταετηρίδων
    αιτιατική την τεσσαρακονταετηρίδα τις τεσσαρακονταετηρίδες
     κλητική τεσσαρακονταετηρίδα τεσσαρακονταετηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεσσαρακονταετηρίδα < τεσσαράκοντα + -ετηρίδα

Προφορά

ΔΦΑ : /te.sa.ɾa.kon.da.e.tiˈɾi.ða/

Ουσιαστικό

τεσσαρακονταετηρίδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.