πεντηκονταετηρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεντηκονταετηρίδα οι πεντηκονταετηρίδες
      γενική της πεντηκονταετηρίδας των πεντηκονταετηρίδων
    αιτιατική την πεντηκονταετηρίδα τις πεντηκονταετηρίδες
     κλητική πεντηκονταετηρίδα πεντηκονταετηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεντηκονταετηρίδα < ελληνιστική κοινή πεντηκονταετηρίς < αρχαία ελληνική πεντήκοντα + ἔτος

Ουσιαστικό

πεντηκονταετηρίδα θηλυκό

  1. διάρκεια πενήντα ετών
     συνώνυμα: πεντηκονταετία
  2. η πεντηκοστή επέτειος ενός γεγονότος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.