επετειακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επετειακός | η | επετειακή | το | επετειακό |
| γενική | του | επετειακού | της | επετειακής | του | επετειακού |
| αιτιατική | τον | επετειακό | την | επετειακή | το | επετειακό |
| κλητική | επετειακέ | επετειακή | επετειακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επετειακοί | οι | επετειακές | τα | επετειακά |
| γενική | των | επετειακών | των | επετειακών | των | επετειακών |
| αιτιατική | τους | επετειακούς | τις | επετειακές | τα | επετειακά |
| κλητική | επετειακοί | επετειακές | επετειακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επετειακός < επέτειος + -ακός < αρχαία ελληνική ἐπέτειος < ἐπί + ἔτος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική anniversaire[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pe.ti.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πε‐τει‐α‐κός
Μεταφράσεις
επετειακός
|
- επετειακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.