-ετηρίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ετηρίς αἱ -ετηρίδες
      γενική τῆς -ετηρίδος τῶν -ετηρίδων
      δοτική τῇ -ετηρίδ ταῖς -ετηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν -ετηρίδ τὰς -ετηρίδᾰς
     κλητική ! -ετηρίς* -ετηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ετηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  -ετηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ετηρίς < επίθετα σε -έτηρ(ος) + -ίς < ἔτ(ος) + -ηρος [1]

Επίθημα

-ετηρίς θηλυκό

  • δεύτερο συνθετικό που δηλώνει τη συμπλήρωση όσων χρόνων εκφράζει το πρώτο για γιορτές που γίνονταν σ' αυτό το περιοδικό διάστημα
    τριετηρίς (γιορή κάθε τρίτο χρόνο)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη έτος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.