-δοξος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -δοξος | η | -δοξη | το | -δοξο |
| γενική | του | -δοξου | της | -δοξης | του | -δοξου |
| αιτιατική | τον | -δοξο | τη(ν) | -δοξη | το | -δοξο |
| κλητική | -δοξε | -δοξη | -δοξο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -δοξοι | οι | -δοξες | τα | -δοξα |
| γενική | των | -δοξων | των | -δοξων | των | -δοξων |
| αιτιατική | τους | -δοξους | τις | -δοξες | τα | -δοξα |
| κλητική | -δοξοι | -δοξες | -δοξα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
-δοξος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -δοξος < δόξ(α) + -ος [1]
Επίθημα
-δοξος θηλυκό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δοξος στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε --δοξος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
-δοξος
|
|
Αναφορές
- «δόξα (-δοξος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -δοξος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -δοξος
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -δοξος στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | -δοξος | τὸ | -δοξον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | -δόξου | τοῦ | -δόξου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | -δόξῳ | τῷ | -δόξῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | -δοξον | τὸ | -δοξον | ||
| κλητική ὦ! | -δοξε | -δοξον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | -δοξοι | τὰ | -δοξᾰ | ||
| γενική | τῶν | -δόξων | τῶν | -δόξων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | -δόξοις | τοῖς | -δόξοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | -δόξους | τὰ | -δοξᾰ | ||
| κλητική ὦ! | -δοξοι | -δοξᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -δόξω | τὼ | -δόξω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -δόξοιν | τοῖν | -δόξοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
-δοξος < δόξ(α) + -ος
Επίθημα
-δοξος θηλυκό
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -δοξος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -δοξος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.