επίδοξος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίδοξος | η | επίδοξη | το | επίδοξο |
| γενική | του | επίδοξου | της | επίδοξης | του | επίδοξου |
| αιτιατική | τον | επίδοξο | την | επίδοξη | το | επίδοξο |
| κλητική | επίδοξε | επίδοξη | επίδοξο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίδοξοι | οι | επίδοξες | τα | επίδοξα |
| γενική | των | επίδοξων | των | επίδοξων | των | επίδοξων |
| αιτιατική | τους | επίδοξους | τις | επίδοξες | τα | επίδοξα |
| κλητική | επίδοξοι | επίδοξες | επίδοξα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίδοξος < αρχαία ελληνική ἐπίδοξος < ἐπί + δόξα
Επίθετο
επίδοξος, -η, -ο
- που επιδιώκει ή φιλοδοξεί να πετύχει στο μέλλον κάτι
- (υποτιμητικό) αυτός που αποτυγχάνει να κάνει κάτι
- ↪ επίδοξος ληστής
- ↪ (πληροφορική) επίδοξος χάκερ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.