-αμάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -αμάρα οι -αμάρες
      γενική της -αμάρας
    αιτιατική τη(ν) -αμάρα τις -αμάρες
     κλητική -αμάρα -αμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-αμάρα < μεταρηματικά ουσιαστικά σε -μός, ή -μα   + μεγεθυντικό επίθημα -άρα[1]
επέκταση και σε ουσιαστικά ή επίθετα με άλλα θέματα.

Επίθημα

-αμάρα και -μάρα, -ομάρα, -ωμάρα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αμάρα στο Βικιλεξικό

όπως

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.