-αμάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -αμάρα | οι | -αμάρες |
| γενική | της | -αμάρας | — | |
| αιτιατική | τη(ν) | -αμάρα | τις | -αμάρες |
| κλητική | -αμάρα | -αμάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -αμάρα < μεταρηματικά ουσιαστικά σε -μός, ή -μα + μεγεθυντικό επίθημα -άρα[1]
- επέκταση και σε ουσιαστικά ή επίθετα με άλλα θέματα.
Επίθημα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αμάρα στο Βικιλεξικό
όπως
Αναφορές
- -αμάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.