λιγωμάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιγωμάρα οι λιγωμάρες
      γενική της λιγωμάρας
    αιτιατική τη λιγωμάρα τις λιγωμάρες
     κλητική λιγωμάρα λιγωμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιγωμάρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λιγωμάρα θηλυκό

  1. η αίσθηση του λιγώνομαι, κορεσμός από μια γεύση
  2. η αίσθηση του λιγώνομαι, η τάση για λιποθυμία
  3. η λιγούρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.