μουγγαμάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουγγαμάρα | οι | μουγγαμάρες |
| γενική | της | μουγγαμάρας | — | |
| αιτιατική | τη | μουγγαμάρα | τις | μουγγαμάρες |
| κλητική | μουγγαμάρα | μουγγαμάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουγγαμάρα < μεσαιωνική ελληνική μουγγαμάρα < ελληνιστική κοινή μογγός + -μάρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /muŋ.ɡaˈma.ɾa/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μουγγός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.