κουφαμάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουφαμάρα οι κουφαμάρες
      γενική της κουφαμάρας
    αιτιατική την κουφαμάρα τις κουφαμάρες
     κλητική κουφαμάρα κουφαμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουφαμάρα < κουφός + -αμάρα

Ουσιαστικό

κουφαμάρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.