σαχλαμάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαχλαμάρα οι σαχλαμάρες
      γενική της σαχλαμάρας των σαχλαμαρών
    αιτιατική τη σαχλαμάρα τις σαχλαμάρες
     κλητική σαχλαμάρα σαχλαμάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.xlaˈma.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαχλαμάρα

Ετυμολογία 1

σαχλαμάρα < σαχλ(ός) + -αμάρα

Ουσιαστικό

σαχλαμάρα θηλυκό

  • λόγος ή πράξη που λογίζεται ως σαχλή, ανόητη ή στερουμένη σοβαρότητος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

σαχλαμάρα: κλιτός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σαχλαμάρα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.