σαχλαμάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαχλαμάρα | οι | σαχλαμάρες |
| γενική | της | σαχλαμάρας | των | σαχλαμαρών |
| αιτιατική | τη | σαχλαμάρα | τις | σαχλαμάρες |
| κλητική | σαχλαμάρα | σαχλαμάρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.xlaˈma.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐χλα‐μά‐ρα
Συγγενικά
Ετυμολογία 2
- σαχλαμάρα: κλιτός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.