ὡρηφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὡρηφόρος | τὸ | ὡρηφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὡρηφόρου | τοῦ | ὡρηφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὡρηφόρῳ | τῷ | ὡρηφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὡρηφόρον | τὸ | ὡρηφόρον | ||
| κλητική ὦ! | ὡρηφόρε | ὡρηφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὡρηφόροι | τὰ | ὡρηφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὡρηφόρων | τῶν | ὡρηφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὡρηφόροις | τοῖς | ὡρηφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὡρηφόρους | τὰ | ὡρηφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὡρηφόροι | ὡρηφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὡρηφόρω | τὼ | ὡρηφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὡρηφόροιν | τοῖν | ὡρηφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
ὡρηφόρος < ὥρη, τύπος του ὥρα + -φόρος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- ὡρηφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὡρηφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.