ἔαρ
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἔαρ & ἦρ | ||
| γενική | τοῦ | ἔαρος & ἦρος | ||
| δοτική | τῷ | ἔαρῐ & ἦρι | ||
| αιτιατική | τὸ | ἔαρ & ἦρ | ||
| κλητική ὦ! | ἔαρ & ἦρ | |||
| Και με συνηρημένους τύπους το ἦρ. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἄορ' όπως «ἔαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἔαρ < πρωτοελληνική } *Fέσαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uesr
- Fῆρ (δωρικός τύπος )
- ἦρ (ιωνικός τύπος ) συνηρημένος
Εκφράσεις
Συγγενικά
Πηγές
- ἔαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.