ὡρικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὡρικός | ἡ | ὡρική | τὸ | ὡρικόν |
| γενική | τοῦ | ὡρικοῦ | τῆς | ὡρικῆς | τοῦ | ὡρικοῦ |
| δοτική | τῷ | ὡρικῷ | τῇ | ὡρικῇ | τῷ | ὡρικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ὡρικόν | τὴν | ὡρικήν | τὸ | ὡρικόν |
| κλητική ὦ! | ὡρικέ | ὡρική | ὡρικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ὡρικοί | αἱ | ὡρικαί | τὰ | ὡρικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ὡρικῶν | τῶν | ὡρικῶν | τῶν | ὡρικῶν |
| δοτική | τοῖς | ὡρικοῖς | ταῖς | ὡρικαῖς | τοῖς | ὡρικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ὡρικούς | τὰς | ὡρικᾱ́ς | τὰ | ὡρικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ὡρικοί | ὡρικαί | ὡρικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὡρικώ | τὼ | ὡρικᾱ́ | τὼ | ὡρικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ὡρικοῖν | τοῖν | ὡρικαῖν | τοῖν | ὡρικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὡρικός < ὡραῖος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ὡρικός, -ή, -όν, συγκριτικός : ὡρικώτερος, υπερθετικός : ὡρικώτατος
- ο ακμαίος, αυτός που βρίσκεται τώρα στην ακμή του
- το ώριμο, κατάλληλο για κατανάλωση φρούτο
- ωραίος, χαριτωμένος, όμορφος
- νεανικός
Πηγές
- ὡρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὡρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.