ὡραῖα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ὡραῖα < ὡραῖος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ὡραῖα
- (καθαρεύουσα) ωραία, δηλαδή η ονομαστική, αιτιατική και κλητική του επιθέτου ὡραῖος (όμορφος)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ὡραῖος στο πολυτονικό από την ελληνιστική εποχή μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα με την έννοια του όμορφου από το μεσαίωνα και μετά (ίσως και από τα χριστιανικά χρόνια)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
- ὡραῖα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὡραῖος στον πληθυντικό < ὥρα
Ουσιαστικό
ὡραῖα
- τα ώριμα φρούτα, η παραγωγή φρούτων
- ↪ χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων (: θα δυσκολευθούν να μεταφέρουν <στα πλοία για εξαγωγή> την παραγωγή τους)
- ↪ ὅσα ἐστὶ τρωκτὰ ὡραῖα (που ήταν φαγώσιμα φρούτα < ή που ήταν καρποί που τρώγονται ωμοί>)
- η έμμηνος ρύση των κοριτσιών, κυρίως η πρώτη, όταν δηλαδή από οργανική άποψη έμπαιναν πλέον τα κορίτσια στην αναπαραγωγική ηλικία
Ετυμολογία 2
- ὡραῖα: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.