ημερονύκτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημερονύκτιο τα ημερονύκτια
      γενική του ημερονυκτίου
& ημερονύκτιου
των ημερονυκτίων
    αιτιατική το ημερονύκτιο τα ημερονύκτια
     κλητική ημερονύκτιο ημερονύκτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημερονύκτιο < (ελληνιστική κοινή) ἡμερονύκτιον

Ουσιαστικό

ημερονύκτιο ουδέτερο

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.