ἱερομνήμων

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἱερομνήμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱερομνήμων < ἱερο- + μνήμων (< μιμνήσκω)

Ουσιαστικό

ἱερομνήμων αρσενικό

  1. (πολιτική) ιερέας ή αξιωματούχος αρμόδιος για τα θρησκευτικά ζητήματα της αυτοκρατορίας, «υπουργός» επί των θρησκευτικών
  2. ποντίφικας

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἱερομνημων-, ἱερομνημον-
ονομαστική ἱερομνήμων οἱ ἱερομνήμονες
      γενική τοῦ ἱερομνήμονος τῶν ἱερομνημόνων
      δοτική τῷ ἱερομνήμον τοῖς ἱερομνήμοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἱερομνήμον τοὺς ἱερομνήμονᾰς
     κλητική ! ἱερομνῆμον ἱερομνήμονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱερομνήμονε
γεν-δοτ τοῖν  ἱερομνημόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἱερομνήμων < ἱερο- + μνήμων (< μιμνήσκω)

Ουσιαστικό

ἱερομνήμων, -ονος αρσενικό

  1. που θυμάται ό,τι ιερό έχει συμβεί, που το φυλάει στη μνήμη του
  2. (θρησκεία) ονομασία του ενός εκ των δύο απεσταλμένων της κάθε πόλεως–κράτους στο Αμφικτυονικό συνέδριο, που είχε καθήκοντα γραμματέως, (ο άλλος ήταν ο πυλαγόρας)
     δείτε τη λέξη ἱερογραμματεύς
  3. (γενικότερα) γραμματέας

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.