ποντίφικας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποντίφικας οι ποντίφικες
      γενική του ποντίφικα των ποντιφίκων
    αιτιατική τον ποντίφικα τους ποντίφικες
     κλητική ποντίφικα ποντίφικες
Στη γενική πληθυντικού και ποντίφικων
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποντίφικας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποντίφιξ < ελληνιστική κοινή ποντίφεξ < λατινική pontifex [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ponˈdi.fi.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποντίφικας

Ουσιαστικό

ποντίφικας αρσενικό

  1. (αξίωμα, εκκλησιαστικός όρος) o αρχιερέας των καθολικών, ο Πάπας
  2. (αξίωμα, εκκλησιαστικός όρος) o αρχιερέας των Ρωμαίων στην αρχαιότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.