ἐλαφοκτόνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐλαφοκτόνος τὸ ἐλαφοκτόνον
      γενική τοῦ/τῆς ἐλαφοκτόνου τοῦ ἐλαφοκτόνου
      δοτική τῷ/τῇ ἐλαφοκτόν τῷ ἐλαφοκτόν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐλαφοκτόνον τὸ ἐλαφοκτόνον
     κλητική ! ἐλαφοκτόνε ἐλαφοκτόνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐλαφοκτόνοι τὰ ἐλαφοκτόν
      γενική τῶν ἐλαφοκτόνων τῶν ἐλαφοκτόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐλαφοκτόνοις τοῖς ἐλαφοκτόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐλαφοκτόνους τὰ ἐλαφοκτόν
     κλητική ! ἐλαφοκτόνοι ἐλαφοκτόν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλαφοκτόνω τὼ ἐλαφοκτόνω
      γεν-δοτ τοῖν ἐλαφοκτόνοιν τοῖν ἐλαφοκτόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐλαφοκτόνος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ἐλαφοκτόνος, -ος, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.