ἐπικαιρότατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπικαιρότατος | ἡ | ἐπικαιροτάτη | τὸ | ἐπικαιρότατον |
| γενική | τοῦ | ἐπικαιροτάτου | τῆς | ἐπικαιροτάτης | τοῦ | ἐπικαιροτάτου |
| δοτική | τῷ | ἐπικαιροτάτῳ | τῇ | ἐπικαιροτάτῃ | τῷ | ἐπικαιροτάτῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἐπικαιρότατον | τὴν | ἐπικαιροτάτην | τὸ | ἐπικαιρότατον |
| κλητική ὦ! | ἐπικαιρότατε | ἐπικαιροτάτη | ἐπικαιρότατον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐπικαιρότατοι | αἱ | ἐπικαιρόταται | τὰ | ἐπικαιρότατᾰ |
| γενική | τῶν | ἐπικαιροτάτων | τῶν | ἐπικαιροτάτων | τῶν | ἐπικαιροτάτων |
| δοτική | τοῖς | ἐπικαιροτάτοις | ταῖς | ἐπικαιροτάταις | τοῖς | ἐπικαιροτάτοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἐπικαιροτάτους | τὰς | ἐπικαιροτάτᾱς | τὰ | ἐπικαιρότατᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐπικαιρότατοι | ἐπικαιρόταται | ἐπικαιρότατᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπικαιροτάτω | τὼ | ἐπικαιροτάτᾱ | τὼ | ἐπικαιροτάτω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπικαιροτάτοιν | τοῖν | ἐπικαιροτάταιν | τοῖν | ἐπικαιροτάτοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐπικαιρότατος < ἐπίκαιρ(ος) + -ότατος
Επίθετο
ἐπικαιρότατος, -η, -ον
- υπερθετικός βαθμός του ἐπίκαιρος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 106.1
- τὴν μέντοι νίκην ταύτην τῆς ναυμαχίας ἐπικαιροτάτην δὴ ἔσχον.
- Η νίκη, όμως, αυτή ήρθε σε πολύ κατάλληλη στιγμή
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τὴν μέντοι νίκην ταύτην τῆς ναυμαχίας ἐπικαιροτάτην δὴ ἔσχον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 106.1
Πηγές
- ἐπίκαιρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.