ἐλελίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
- ἐλελίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἐλελίζω
- περιστρέφω, στριφογυρίζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 314 (313-314)
- Ὣς ἄρα μιν εἰπόντ᾽ ἔλασεν μέγα κῦμα κατ᾽ ἄκρης, | δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε.
- Δεν είχε καν τον λόγο του τελειώσει, κι έπεσε μέγα κύμα πάνω του | σαρωτικό που ταρακούνησε και τη σχεδία.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς ἄρα μιν εἰπόντ᾽ ἔλασεν μέγα κῦμα κατ᾽ ἄκρης, | δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 314 (313-314)
- (για στρατό) συναθροίζω, συγκεντρώνω, αναγκάζω να στραφεί και ν' αντιμετωπίσει τον εχθρό
- σείω, τραντάζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 199 (198-199)
- Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη, | σείσατο δ᾽ εἰνὶ θρόνῳ, ἐλέλιξε δὲ μακρὸν Ὄλυμπον,
- Στο καύχημά του εθύμωσεν η Ήρα κι εταράχθη | στον θρόνον η σεπτή θεά και ο Όλυμπος εσείσθη.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη, | σείσατο δ᾽ εἰνὶ θρόνῳ, ἐλέλιξε δὲ μακρὸν Ὄλυμπον,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 199 (198-199)
- (για μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές
- (στη μέση και παθητική φωνή) (για φίδι) κινούμαι ελικοειδώς, περιελίσσομαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 39 (38-40)
- αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτοῦ | κυάνεος ἐλέλικτο δράκων, κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν | τρεῖς ἀμφιστρεφέες, ἑνὸς αὐχένος ἐκπεφυυῖαι.
- και δράκοντας επάνω | εστρέφετο από χάλυβα, και τρεις από τον μόνον | λαιμόν φυτρώνουν κεφαλές αντίστροφα γυρμένες.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτοῦ | κυάνεος ἐλέλικτο δράκων, κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν | τρεῖς ἀμφιστρεφέες, ἑνὸς αὐχένος ἐκπεφυυῖαι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 39 (38-40)
- (στην παθητική φωνή) τρέμω, τρεμοσβήνω
- (στην παθητική φωνή) (για στρατό) συγκεντρώνομαι, στρέφομαι εναντίον του εχθρού
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 497 (497-498)
- οἱ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν· | Ἀργεῖοι δ᾽ ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδὲ φόβηθεν.
- Στρέψαν κι ενάντια στήθηκαν των Αχαιών οι Τρώες | κι οι Αργείοι τους απάντησαν πυκνοί και δεν δειλιάσαν,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν· | Ἀργεῖοι δ᾽ ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδὲ φόβηθεν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 497 (497-498)
- ἐλελίσδω
Ετυμολογία 2
- ἐλελίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἐλελίζω
- υψώνω την ιαχή του πολέμου
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 2.14
- ἐπεὶ δ᾽ ἐπαιάνισαν καὶ ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο, ἅμα τε τῷ Ἐνυαλίῳ ἠλέλιξαν καὶ ἔθεον δρόμῳ οἱ ὁπλῖται,
- Τότε έψαλαν τον παιάνα, ήχησε η σάλπιγγα, αλάλαξαν για να τιμήσουν τον Ενυάλιο, κι άρχισαν να τρέχουν γρήγορα οι οπλίτες.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἐπεὶ δ᾽ ἐπαιάνισαν καὶ ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο, ἅμα τε τῷ Ἐνυαλίῳ ἠλέλιξαν καὶ ἔθεον δρόμῳ οἱ ὁπλῖται,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 2.14
- βγάζω κραυγή πόνου, θρηνώ
- (στη μέση φωνή) (για αηδόνι) κελαηδώ λυπημένα
Πηγές
- ἐλελίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλελίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.